παραπλάγιος

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάγιος Medium diacritics: παραπλάγιος Low diacritics: παραπλάγιος Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΓΙΟΣ
Transliteration A: paraplágios Transliteration B: paraplagios Transliteration C: paraplagios Beta Code: parapla/gios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, sidelong, oblique, Thphr. HP 4.12.2.

German (Pape)

[Seite 494] an der Seite schräg, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάγιος: [ᾰ], -ον, πλάγιος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2.

Greek Monolingual

-α, -ο / παραπλάγιος, -ον, ΝΑ
ο λίγο πλάγιος, ο λίγο λοξός
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα σε κάτι πλάγιο
2. φρ. «παραπλάγιος συστολέας»
ναυτ. συστολέας που βρίσκεται κοντά στον πλάγιο συστολέα, κν. το απάνω σεραπινέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάγιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].