ἀντικαταλείπω

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

leave in one's stead, Pl.R. 540b, Pyth.Sim.36.

Spanish (DGE)

dejar en su lugar φύλακας Pl.R.540b, cf. Pythag.Sim.36 (p.502), Origenes Or.29.15.

German (Pape)

[Seite 252] in eines andern Stelle hinterlassen, Plat. Rep. VII, 540 b.

French (Bailly abrégé)

laisser contre ou à la place de.
Étymologie: ἀντί, καταλείπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαταλείπω: оставлять вместо (кого-л.) (τῆς πόλεως φύλακας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαταλείπω: καταλείπω τινὰ εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 540Β.

Greek Monolingual

ἀντικαταλείπω (Α)
αφήνω κάποιον στη θέση άλλου.

Greek Monotonic

ἀντικαταλείπω: μέλ. -ψω, καταλείπω κάποιον στη θέση άλλου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

to leave in one's stead, Plat.