ἀντικαταλείπω
English (LSJ)
leave in one's stead, Pl.R. 540b, Pyth.Sim.36.
Spanish (DGE)
dejar en su lugar φύλακας Pl.R.540b, cf. Pythag.Sim.36 (p.502), Origenes Or.29.15.
German (Pape)
[Seite 252] in eines andern Stelle hinterlassen, Plat. Rep. VII, 540 b.
French (Bailly abrégé)
laisser contre ou à la place de.
Étymologie: ἀντί, καταλείπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικαταλείπω: оставлять вместо (кого-л.) (τῆς πόλεως φύλακας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλείπω: καταλείπω τινὰ εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 540Β.
Greek Monolingual
ἀντικαταλείπω (Α)
αφήνω κάποιον στη θέση άλλου.
Greek Monotonic
ἀντικαταλείπω: μέλ. -ψω, καταλείπω κάποιον στη θέση άλλου, σε Πλάτ.