συνδημότης
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
συνδημότου, ὁ, = δημότης, Sch.Ar.Pax909; rejected by Thom. Mag.pp.96,292 R.
German (Pape)
[Seite 1006] ὁ, der mit aus demselben Demos ist, von den Atticisten verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
συνδημότης: ὁ, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου, Ἀττ. δημότης, τὸ συνδημότης ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Θωμ. Μαγίστρ. 96, 292. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 909.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και θηλ. συνδημότισσα Ν, και δωρ. τ. συνδαμέτας, -α, Α δημότης
δημότης του ίδιου δήμου με άλλον.