τυπάς

From LSJ
Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπάς Medium diacritics: τυπάς Low diacritics: τυπάς Capitals: ΤΥΠΑΣ
Transliteration A: typás Transliteration B: typas Transliteration C: typas Beta Code: tupa/s

English (LSJ)

τυπάδος, ἡ, mallet, hammer, S.Fr.844, cf. Hsch.

German (Pape)

άδος, ἡ, Schlägel, Hammer, Soph. frg. 743.

Russian (Dvoretsky)

τῠπάς: άδος (ᾰδ) ἡ молот Soph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπάς: -άδος, ἡ σφῦρα, σφυρίον, «τὴν γὰρ Ἐργάνην οὗτοι μόνον θεραπεύουσιν, ὥς φησι Σοφοκλῆς (ἐν Ἀποσπ. 743), οἱ παρ’ ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳ καὶ πληγαῖς ὑπακούουσαν ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες» Πλούτ. 2. 802Β.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. τυπάδα.
(II)
ο, Ν
(ιδιωμ. τ.)
1. αυτός που έχει ύφος
2. καπάτσος, τσίφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικάς, φαφλατάς)].