ἀρρεψία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, equilibrium of the soul, absence of bias, D.L.9.74, S.E. P.1.190, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
equilibrio, tranquilidad del ánimo σύμβολον οὖν καὶ ἡ κάθετός ἐστιν ἀρρεψίας Hero Def.136.11, ἡ γὰρ σιωπὴ σύμβολόν ἐστι τῆς ἀρρεψίας Procl.in Alc.63, cf. SB 7183.3 (III a.C.), D.L.9.74, S.E.P.1.190.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρεψία: ἡ (душевное) равновесие, невозмутимость, безразличие Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρεψία: ἡ, ἱσορροπία κυρίως τῆς ψυχῆς, ἔλλειψης ῥοπῆς ἰδιαιτέρως εἴς τι, Διογ. Λ. 9. 74, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 190, κτλ.
Greek Monolingual
ἀρρεψία, η (Α)
1. η έλλειψη ροπής προς κάτι
2. η ψυχική ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) ρεψ- (ρέπω)].