πτωχοτρόφος

From LSJ
Revision as of 11:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοτρόφος Medium diacritics: πτωχοτρόφος Low diacritics: πτωχοτρόφος Capitals: ΠΤΩΧΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ptōchotróphos Transliteration B: ptōchotrophos Transliteration C: ptochotrofos Beta Code: ptwxotro/fos

English (LSJ)

(parox.), ον, supporting the poor, Cod.Just.1.3.41.13, Just.Nov.120.6.2.

German (Pape)

[Seite 813] Bettler, Arme nährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτωχούς· ὅθεν πτωχοτροφέω, τρέφω πτωχούς· καὶ πτωχοτροφία, ἡ, τὸ τρέφειν πτωχούς, Γρηγ. Ναζ. Ἐπιστ. 8, ὁ αὐτ. τ. 2, σ. 19, 1, σ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που περιθάλπει φτωχούς
2. το αρσ. ως ουσ. ο διαχειριστής της περιουσίας πτωχοτροφείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].