ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Full diacritics: μολποδώρα | Medium diacritics: μολποδώρα | Low diacritics: μολποδώρα | Capitals: ΜΟΛΠΟΔΩΡΑ |
Transliteration A: molpodṓra | Transliteration B: molpodōra | Transliteration C: molpodora | Beta Code: molpodw/ra |
ας, ἡ, bestower of μολπή, title of Aphrodite in Cyprus, Schwyzer682.6.
μολποδώρα, ἡ (Α)
(ως τίτλος της Αφροδίτης στην Κύπρο) αυτή που χορηγεί, που δωρίζει τη μολπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + -δώρα (< δῶρον), πρβλ. αναξίδώρα, Πανδώρα].