ἑλικός
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
ἑλική, ἑλικόν, eddying, of water, Call.Fr.290 (Sup.); χορεία Hymn.Is.155.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκός) -ή, -όν
• Alolema(s): ἐλ- Eust.827.24
I 1que forma remolinos o meandros Αἴσηπον ἔχεις, ἑλικώτατον ὕδωρ Call.Fr.299
•pero c. otras interpr. de los escoliastas y lexicógrafos tard. negro Sch.Er.Il.1.98b, Eust.57.2, 905.45, Zonar.s.u. ἑλίκωπες
•o brillante Zonar.s.u. ἑλικώτατον ὕδωρ.
2 que gira en círculo χορεία Hymn.Is.155 (Andros), ἑ. δρόμος del curso de los astros, Man.4.298.
3 retorcido, rizado Hsch.s.u. ἕλικας βοῦς, (πλόκαμοι) Hsch.ε 2090, de un zarcillo AB 248.
II subst.
1 bot. ὁ ἑ. otro n. del asfódelo Hsch.
2 τὸ ἐ. pupila Eust.l.c.
German (Pape)
[Seite 797] sich windend, wirbelnd, Call. frg. 290.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s'enroule ou se recourbe, sinueux.
Étymologie: ἕλιξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκός: ἡ, ον, ὁ περιδινούμενος, ἐπὶ ὕδατος, τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦσιν, ἑλικώτατον ὕδωρ Αἰσήπου Καλλ. Ἀποσπ. 290· ἐπὶ χοροῦ, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 65.
Greek Monolingual
ἑλικός, -ή, -όν (Α)
(για νερό) αυτός που ρέει με ελικοειδή ροή.