ἀμεταπτωσία
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
English (LSJ)
ἡ, unchangeableness, immutability, Arr.Epict.3.2.8, Hierocl.p.48.7A.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
firmeza de ánimo, Arr.Epict.3.2.9, Hierocl.p.48.
German (Pape)
[Seite 122] ἡ, Unwandelbarkeit, Hierocl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταπτωσία: ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ σταθερότης τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.
Greek Monolingual
ἀμεταπτωσία, η (Α) ἀμετάπτωτος
το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα.