θυρσάριον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of θύρσος, Plu.2.614a:—of vegetables, head, Orib.Fr.55.
German (Pape)
[Seite 1227] τό, dim. von θύρσος, Plut. Symp. 1, 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit thyrse.
Étymologie: θύρσος.
Russian (Dvoretsky)
θυρσάριον: (ᾰ) τό маленький тирс Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ θύρσος, Πλούτ. 2. 614Α.
Greek Monolingual
θυρσάριον, τὸ (Α)
1. μικρός θύρσος
2. (για λαχανικά) το μέρος που προεξέχει, η κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + άριον (πρβλ. βιβλιάριον, σημειωματάριον)].