παδάω
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Dor. for πηδάω, 3sg. παδῇ Sophr.20; imper. πάδη = πήδα, Ar.Lys.1317.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
πᾱδάω: дор. = πηδάω.
Greek (Liddell-Scott)
πᾱδάω: Δωρικ. ἀντὶ πηδάω, γ’ ἑνικ. παδῇ Σώφρ. 46 Ahr.· προστ. πάδη = πήδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1317· μετοχ. γεν. πληθ. θηλ. παδωᾶν =πηδωσῶν, αὐτόθι 1313 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Δινδ. παιδδοᾶν).
Greek Monotonic
πᾱδάω: Δωρ. αντί πηδάω.