ἀσύννοος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἀσύννοον, contr. ἀσύννους, ἀσύννουν, thoughtless, ἀργία Pl.Sph.267d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύννοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ μὴ σὺν νῷ, συγκεχυμένος, Πλάτ. Σοφ. 267D.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύννοος: стяж. ἀσύννους 2 необдуманный, неразумный Plat.