πεντάμορφος
From LSJ
English (LSJ)
πεντάμορφον, having five shapes, of evil, Simp. in Epict.pp.71,72 D.
German (Pape)
[Seite 557] fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάμορφος: ἴδε ἐν λ. πεντεμ-.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα
νεοελλ.
1. πολύ όμορφος, πανέμορφος
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη
(λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών λαϊκών παραμυθιών και ποιημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος. Ο νεοελλ. τ. πεντάμορφος «πάρα πολύ όμορφος» < επιτατ. πεντα- + όμορφος].