ἀντιστάσιος
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ἀντιστάσιον, of equal weight: metaph., λόγοι Max.Tyr.4.1; τὸ ἀ. Id.39.1.
Spanish (DGE)
-ον
fig. equivalente φιλοσοφία ... ἐμπίπλαται λόγων ἀντιστασίων καὶ ἰσορρόπων Max.Tyr.33.1
•τὸ ἀ. Max.Tyr.39.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστάσιος: -ον, ὁ ἴσον ἔχων βάρος, ἰσοβαρής, Μάξ. Τύρ. 39. 1 μεταφ., ὁ αὐτ. 4. 1.
German (Pape)
= ἀντίσταθμος, l.d. Max.Tyr. 4.1.