σαπρίας
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, old, mellow wine (v. σαπρός II.3), Hermipp.82.6.
German (Pape)
[Seite 862] οἶνος, ὁ, alter duftender Wein, Hermipp. bei Ath. I, 29 d. S. σαπρός.
Greek (Liddell-Scott)
σαπρίας: οἶνος, ὁ, παλαιός, κατειργασμένος οἶνος (ἴδε σαπρὸς ΙΙ. 3) Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 6.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. οἶνος) παλαιό και ευώδες γλυκό κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός (για κρασί) «παλιό, γινωμένο, με γλυκιά γεύση» + επίθημα -ίας (πρβλ. κωνίας, ομφακίας)].