συΐδιον
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
[ῠῐ], τό, Dim. of σῦς, porker, Arr.Epict.4.11.11, M.Ant.10.10.
Greek (Liddell-Scott)
συΐδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σῦς, χοιρίδιον, «γουρουνόπουλον», Μᾶρκ. Ἀντων. 10. 10.
Greek Monolingual
τὸ, Α σῡς
υποκορ. μικρός χοίρος, γουρουνάκι.
German (Pape)
τό, dim. von σῦς, Schweinchen, M.Ant. 10.10.