κοπανίζω

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

bray, pound, LXX 3 Ki.2.46e (Pass.), Alex.Trall.12 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1482] stoßen, zerstoßen, Sp., wie LXX u. Medic. κοπανισμός, ὁ, das Zerschlagen, Hesych.

French (Bailly abrégé)

broyer.
Étymologie: κόπανον.

Russian (Dvoretsky)

κοπᾰνίζω: толочь, молоть (ср. κόπανον).

Greek (Liddell-Scott)

κοπᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Γαλην. τ. 14, σ. 461, 7, κλ.

Greek Monolingual

(ΑM κοπανίζω) κόπανον
χτυπώ με τον κόπανο
νεοελλ.
φρ. «κοπανίζω αέρα» — αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις
νεοελλ.-μσν.
1. χτυπώ κάτι στο γουδί και το συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια»)
2. χτυπώ αλύπητα, δέρνω ανελέητα
μσν.
1. χτυπώ κάτι δυνατά
2. φρ. «κοπανίζω το νερό» — ματαιοπονώ.