δυσέκκρουστος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
δυσέκκρουστον, hard to disturb, shake, φυλακή S.E.M.7.23.
Spanish (DGE)
-ον
inexpugnable, fig. imperturbable τῶν παραδιδομένων φυλακή Chrysipp.Stoic.2.17.
German (Pape)
[Seite 678] schwer herauszuschlagen; φυλακή Sext. Emp. adv. math. 7, 23.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκκρουστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκρούσῃ ἢ ἀποδιώξῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 23.
Russian (Dvoretsky)
δυσέκκρουστος: которого трудно выбить, т. е. стойкий (φυλακή Sext.).