ληκίνδα
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
παίζειν, beat time, tattoo, Luc.Lex.8, A.D.Adv.152.11.
German (Pape)
[Seite 39] παίζειν, ein unbekanntes Spiel, mit Geräusch, Luc. Lexiph. 8; B. A. 562, 18.
Russian (Dvoretsky)
ληκίνδα: adv. прищелкивая: λ. παίζειν Luc. отбивать такт.
Greek (Liddell-Scott)
ληκίνδα: παίζειν, παίζω μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18.
Greek Monolingual
ληκίνδα (Α)
φρ. «ληκίνδα παίζειν» — παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῦτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ-του ληκάω + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστίνδα, κρυπτίνδα). Ο τ. πιθ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέληκ-α, παρακμ. του λάσκω)].