τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: φάντωρ | Medium diacritics: φάντωρ | Low diacritics: φάντωρ | Capitals: ΦΑΝΤΩΡ |
Transliteration A: phántōr | Transliteration B: phantōr | Transliteration C: fantor | Beta Code: fa/ntwr |
-ορος, ὁ, one who displays, σεμνῶν φ. νυκτῶν IG22.3411 (ii A. D.).
-ορος, ὁ, Α
αυτός που επιδεικνύει ή φανερώνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν- του φαίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. λυμάντωρ)].