ἀναστείχω
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
go up, ἐπὶ γαῖαν Opp.H.1.422; ascend, κολώνην ib.4.65.
Spanish (DGE)
• Morfología: [lesb. pres. ind. ὀ<ν>στείχει Alc.306i.2.3]
1 subir, salir Alc.l.c., ἐπὶ γαῖαν Opp.H.1.422.
2 tr. subirse a κολώνην Opp.H.4.65.
German (Pape)
[Seite 209] hinaufschreiten, Opp. H. 1, 422. 4, 65.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστείχω: ἀνέρχομαι, «ἀναστείχου σ’ ἐπὶ γαῖαν ποντόθεν» περὶ τῶν ἀμφιβίων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 422: ἀναβαίνω, κολώνην αὐτόθι 4. 65.