βατεύω

Revision as of 11:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

perhaps trample, damage, τὰ βεβατευμένα BGU45.21 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).
• Etimología: v. 1 βατέω.

German (Pape)

[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.

Greek Monolingual

βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].