ἀνεπισκίαστος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
ἀνεπισκίαστον, not in the shade, Alex.Aphr.in Mete.19.15.
Spanish (DGE)
-ον no sombreado Alex.Aphr.in Mete.19.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπισκίαστος: -ον, ὁ μὴ ἐπισκιαζόμενος, καθαρός, λαμπρός, Βασίλ., κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη του
μσν.
εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.