Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Full diacritics: ἐρικλῠτός | Medium diacritics: ἐρικλυτός | Low diacritics: ερικλυτός | Capitals: ΕΡΙΚΛΥΤΟΣ |
Transliteration A: eriklytós | Transliteration B: eriklytos | Transliteration C: eriklytos | Beta Code: e)rikluto/s |
ἐρικλυτόν, much-renowned, cj. for ἀγακλυτός, Orph.A.1030.
ἐρικλυτός, -όν (Α)
περίφημος, ξακουστός, φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + κλυτός «ἐνδοξος»].
sehr berühmt, Orph. Arg. 1028.