θερμάστιον
From LSJ
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
English (LSJ)
τό, = θερμαστρίς 1, Aen.Tact.18.6, IG22.1425.379 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1201] τό, Feuerzange, Aen. Tact. 18.
Greek Monolingual
θερμάστιον, τὸ (Α) θέρμαστις
θερμαστρίδα, μασιά.