συμμεταίτιος

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταίτιος Medium diacritics: συμμεταίτιος Low diacritics: συμμεταίτιος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΙΤΙΟΣ
Transliteration A: symmetaítios Transliteration B: symmetaitios Transliteration C: symmetaitios Beta Code: summetai/tios

English (LSJ)

συμμεταίτιον, contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.

German (Pape)

[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταίτιος: являющийся дополнительной причиной, сопричинный: τὰ συμμεταίτια πρός τι Plat. вся совокупность причин чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μεταίτιος -ον medeverantwoordelijk, met πρός + acc. voor iets.