ὀλιγόκαιρος
From LSJ
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ὀλιγόκαιρον, brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.
German (Pape)
[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.
Greek Monolingual
ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.