ἐτνηρός
From LSJ
English (LSJ)
ά, όν, (ἔτνος) like soup, ἕψημα Phaeniasap.Ath.9.406c.
German (Pape)
[Seite 1052] breiartig, Phanias bei Ath. IX, 406 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτνηρός: -ά, -όν, (ἔτνος) ὅμοιος ἔτνει, ἐτνηρὸν ἔψημα Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.
Greek Monolingual
ἐτνηρός, -ά, -όν (Α) έτνος
αυτός που μοιάζει με έτνος, με χυλό ή πουρέ από βρασμένα όσπρια («ἐτνηρὸν ἕψημα», Αθήν.).