ξυλοπύλιον
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
[πῠ], τό, wooden gateway, SIG88.24,26 (Athens, v B.C.).
Greek Monolingual
ξυλοπύλιον, τὸ (Α)
ξύλινη πύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πύλη (πρβλ. ρυμοπύλιον)].