γονορρυής
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
γονορρυές, = γονορροϊκός, LXX Le.15.4, al., Ph.1.88.
Spanish (DGE)
-ές
que padece gonorrea, ἄνθρωπος LXX Le.22.4, cf. Nu.5.2
•subst. ὁ γ. enfermo de gonorrea LXX Le.15.4, 6, Ph.1.88, Clem.Al.Strom.2.14.61, Hsch.γ 817.
Greek (Liddell-Scott)
γονορρῠής: -ές, = γονόρροιος, Ἑβδ.
Greek Monolingual
γονορρυής, -ές (Α)
ο γονορροϊκός.