δυσεξαρίθμητος

From LSJ
Revision as of 12:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξᾰρίθμητος Medium diacritics: δυσεξαρίθμητος Low diacritics: δυσεξαρίθμητος Capitals: ΔΥΣΕΞΑΡΙΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysexaríthmētos Transliteration B: dysexarithmētos Transliteration C: dyseksarithmitos Beta Code: dusecari/qmhtos

English (LSJ)

δυσεξαρίθμητον, hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.

Greek Monolingual

δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.

Greek Monotonic

δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.

Middle Liddell

δυσ- εξαρίθμητος, ον
hard to enumerate, Polyb.