δειπνάριον
From LSJ
αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best
English (LSJ)
τό, Dim. of δεῖπνον, Diph.64.1, AP11.10 (Lucill.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
colación, pequeña comida τὸ δ. ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν σφόδρα Diph.64.1, cf. AP 11.10 (Lucill.), despect., Arr.Epict.4.1.55, Clem.Al.Paed.2.1.4.
German (Pape)
[Seite 539] τό, dim. von δεῖπνον, Diphil. bei Ath. IV, 156 f; Lucill. 29 (XI, 10).
Russian (Dvoretsky)
δειπνάριον: (ᾰ) τό небольшой обед или ужин Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δεῖπνον, Δίφιλ. Πελ. 1, Ἀνθ. Π. 11, 10.
Greek Monolingual
δειπνάριον, το (Α)
ανεπίσημο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δείπνον].