μελίϊνος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
η, ον, = μελέϊνος, IG22.1672.155, al., Sch.D. Il.5.655.
German (Pape)
[Seite 123] (auch μέλινος u. μελέϊνος), von der Esche, eschen, Schol. Il. 5, 655.
Greek (Liddell-Scott)
μελίϊνος: -η, -ον, = μελέϊνος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 655, Ὀδ. Ξ. 281.
Greek Monolingual
μελίϊνος, -ίνη, -ον (Α)
ο μελέινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος].