τεράτευμα
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
-ατος, τό, juggling trick, Ar.Lys.762, D.H.2.19, etc.
German (Pape)
[Seite 1092] τό, Gaukelei, Ar. Lys. 762.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
prestige, duperie.
Étymologie: τερατεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
τεράτευμα: ατος (ρᾰ) τό надувательство, обман Arph.
Greek (Liddell-Scott)
τεράτευμα: τό, τετατούργημα, τετατολόγημα, Ἀριστοφ. Λυσ. 762, Διον. Ἁλ., κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ τερατεύομαι
τερατούργημα.