δακτυλῖτις

From LSJ
Revision as of 12:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλῖτις Medium diacritics: δακτυλῖτις Low diacritics: δακτυλίτις Capitals: ΔΑΚΤΥΛΙΤΙΣ
Transliteration A: daktylîtis Transliteration B: daktylitis Transliteration C: daktylitis Beta Code: daktuli=tis

English (LSJ)

ἡ, = ἀριστολοχεία μακρά, Dsc.3.4, Isid.Etym.17.9.52.

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
bot. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., Dsc.3.4, Heras en Gal.13.544, Isid.Etym.17.9.52, cf. δακτυλίς 3.

German (Pape)

[Seite 520] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλῖτις: ἡ, εἶδος φυτοῦ (aristolochia longa ?) Διοσκ. 3. 5.

Greek Monolingual

η (Α δακτυλῑτις)
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών από τα οποία το γνωστότερο είναι η δακτυλίτις η πορφυρά
αρχ.
το φυτό αριστολοχεία η μακρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος. Η ονομασία του φυτού οφείλεται στο σχήμα της ρίζας του που μοιάζει με δάχτυλο].