προδιανύω
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
[ῠ], accomplish beforehand: Pass., προδιήνυστο D.C.79.8.
German (Pape)
[Seite 715] vorher vollenden, προδιήνυστο D. C. 79, 8, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προδιᾰνύω: διανύω προηγουμένως: παθ. προδιήνυστο Δίων Κ. 79. 8· τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων, πεπραγματευμένων πρότερον, Κλήμ. Ἀλ. 901.
Greek Monolingual
Α
(συν. το παθ.) προδιανύομαι
τελειώνω, περατώνω κάτι εκ τών προτέρων («τούτων ἡμῖν προδιηνυσμένων», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διανύω «τελειώνω, περατώνω»].