πιθηκοειδής

From LSJ
Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοειδής Medium diacritics: πιθηκοειδής Low diacritics: πιθηκοειδής Capitals: ΠΙΘΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pithēkoeidḗs Transliteration B: pithēkoeidēs Transliteration C: pithikoeidis Beta Code: piqhkoeidh/s

English (LSJ)

πιθηκοειδές, ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.

German (Pape)

[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκοειδής: похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].