σημαντρὶς
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
γῆ, clay used for sealing, like our wax, Hdt.2.38.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντρὶς: γῆ, χῶμα ἐν χρήσει εἰς σφράγισιν ὡς παρ’ ἡμῖν νῦν ὁ ἱσπανικὸς κηρός, κοινῶς «βουλλοκέρι», Ἡροδ. 2. 38.