λοξοειδής
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
λοξοειδές, oblique, of the lower ribs, Ruf.Oss.25.
Greek (Liddell-Scott)
λοξοειδής: -ές, λοξῶς τὸ εἶδος, σκολιός, Γλωσσ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Νικήτ. Εὐγεν. 2, 217.
Greek Monolingual
-ές (Α λοξοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λοξό.
επίρρ...
λοξοειδώς (Μ λοξοειδῶς)
με λοξοειδή τρόπο.
German (Pape)
ές, schief, Sp.