σοφιστήριον
From LSJ
Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich
English (LSJ)
τό, school of sophistry, Oenom. ap. Eus.PE5.25.
German (Pape)
[Seite 914] τό, der Lehrort oder Lehrsaal eines Sophisten, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστήριον: τό, σχολὴ σοφιστοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 11.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τόπος διδασκαλίας ενός σοφιστή, διδασκαλείο σοφιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζω / -ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. δικαστήριον)].