ξεναρκής

Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ξεναρκές, (ἀρκέω) aiding strangers, Pi.N.4.12.

German (Pape)

[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.

English (Slater)

ξεναρκής protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)

Greek Monolingual

ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζωαρκής, ποδαρκής].

Greek Monotonic

ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ξεν-αρκής, ές ἀρκέω
aiding strangers, Pind.