ξεναρκής
English (LSJ)
ξεναρκές, (ἀρκέω) aiding strangers, Pi.N.4.12.
German (Pape)
[Seite 276] ές, dem Fremden oder Gaste beistehend, ihn schützend, δίκα, Pind. N. 4, 12. S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
protecteur des étrangers.
Étymologie: ξένος, ἀρκέω.
Russian (Dvoretsky)
ξεναρκής: защищающий иностранцев (δίκα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ξεναρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ βοηθῶν τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 4. 20.
English (Slater)
ξεναρκής protecting strangers Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος (N. 4.12)
Greek Monolingual
ξεναρκής, -ές (Α)
αυτός που βοηθά τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζωαρκής, ποδαρκής].
Greek Monotonic
ξεναρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που παρέχει βοήθεια, υποστήριξη σε ξένους, σε Πίνδ.