συμπαρακατακλίνω

From LSJ
Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακατακλίνω Medium diacritics: συμπαρακατακλίνω Low diacritics: συμπαρακατακλίνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: symparakataklínō Transliteration B: symparakataklinō Transliteration C: symparakataklino Beta Code: sumparakatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], make to lie beside, τινά τινι D.C.60.18.

German (Pape)

[Seite 984] mit daneben od. zusammen im Bett od. am Tische liegen lassen, D. Cass. 60, 18.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»].