προανακλίνω
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Full diacritics: προανακλίνω | Medium diacritics: προανακλίνω | Low diacritics: προανακλίνω | Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΛΙΝΩ |
Transliteration A: proanaklínō | Transliteration B: proanaklinō | Transliteration C: proanaklino | Beta Code: proanakli/nw |
[ῑ], push back first, πυλίδα Procop.Goth.2.13.
Α
ωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»].