ὑφόρμιον
From LSJ
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
τό, (ὅρμος 1) necklace, Ael. Dion.Fr.417.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφόρμιον: τό, (ὅρμος) κόσμημά τι χρυσοῦν, Εὐστάθ. 1150. 24· «κόσμου εἶδος» Φώτ. «ὑφόρμιον· χρυσοῦν κοσμάριον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ (κατά τον Ησύχ., Φώτ., Ευστ.) χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (Ι) «κόσμημα για τον λαιμό, περιδέραιο»].
German (Pape)
τό, Halsband, Hesych., Eust.