δυσεπίθετος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
δυσεπίθετον, hard to attack, Aen.Tact.Praef.2.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de atacar φοβεροὶ τοῖς ἐναντίοις καὶ δυσεπίθετοι Aen.Tact.praef.2.
German (Pape)
[Seite 679] schwer anzugreifen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπίθετος: -ον, δυσπρόβλητος, Αἰν. Τακτ. προοίμ. σ. 1.