Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Full diacritics: κατάδημα | Medium diacritics: κατάδημα | Low diacritics: κατάδημα | Capitals: ΚΑΤΑΔΗΜΑ |
Transliteration A: katádēma | Transliteration B: katadēma | Transliteration C: katadima | Beta Code: kata/dhma |
-ατος, τό, band, fastening, Arist.Pr.938a14.
κατάδημα: ατος τό отверстие или полость (ἀμφορέως Arst.).
κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
κατάδημα, τὸ (Α) καταδέω (Ι)]
διάδημα, ταινία κεφαλιού.