διακάρδιος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάρδιος Medium diacritics: διακάρδιος Low diacritics: διακάρδιος Capitals: ΔΙΑΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: diakárdios Transliteration B: diakardios Transliteration C: diakardios Beta Code: diaka/rdios

English (LSJ)

διακάρδιον, heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.

Spanish (DGE)

-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.

German (Pape)

[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.

Greek (Liddell-Scott)

διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.

Greek Monolingual

διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].