διατεθρυμμένως

Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv., (διαθρύπτω) weakly, Pl.Lg.922c.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.

German (Pape)

[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.

Russian (Dvoretsky)

διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.