γαστροπίων
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ, ἡ, a pot-bellied person, D.C.65.20.
Spanish (DGE)
-ονος
de vientre prominente, barrigudo de pers., D.C.65.20.3, Hsch.s.u. γαστροοίδης.
German (Pape)
[Seite 476] ονος, ὁ, Schmeerbauch, D. Cass. 65, 20.
Greek (Liddell-Scott)
γαστροπίων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ παχεῖαν ἔχων κοιλίαν, Δίων Κ. 65. 20.
Greek Monolingual
γαστροπίων, ο (Α)
αυτός που έχει χοντρή κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + πίων «παχύς, ευτραφής»].