δυστράπεζος
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fed on horrid food, E.HF385 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que se da un horrendo banquete de carne humana πῶλοι Διομήδεος E.HF 385.
German (Pape)
[Seite 689] scheußliche Speisen genießend, Eur. Herc. Fur. 384.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un repas horrible.
Étymologie: δυσ-, τράπεζα.
Russian (Dvoretsky)
δυστράπεζος: пожирающий страшную пищу, т. е. питающийся человеческим мясом (πῶλοι Διομήδεος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δυστράπεζος: -ον, τρεφόμενος μιαρᾷ τροφῇ, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 385.
Greek Monolingual
δυστράπεζος, -ον (Α)
αυτός που τρώει άθλια τροφή.
Greek Monotonic
δυστράπεζος: -ον, αυτός που τρέφεται με μιαρή, φρικτή τροφή, σε Ευρ.
Middle Liddell
δυσ-τράπεζος, ον
fed on horrid food, Eur.